ἐκστρατεύσει

ἐκστρατεύσει
ἐκστράτευσις
expedition
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐκστρατεύσεϊ , ἐκστράτευσις
expedition
fem dat sg (epic)
ἐκστράτευσις
expedition
fem dat sg (attic ionic)
ἐκστρατεύω
march out
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκστρατεύω
march out
fut ind mid 2nd sg
ἐκστρατεύω
march out
fut ind act 3rd sg
ἐκστρατεύω
march out
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐκστρατεύω
march out
fut ind mid 2nd sg
ἐκστρατεύω
march out
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καλοκύρης — (10ος αι. μ.Χ.).Βυζαντινός πατρίκιος. Ήταν γιος του διοικητή της βυζαντινής επαρχίας της Χερσώνας. Το 967 ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Νικηφόρος B’ Φωκάς, θέλοντας να τιμωρήσει τους Βούλγαρους, έστειλε τον Κ. στον ηγεμόνα του Κιέβου Σβιατοσλάβ με …   Dictionary of Greek

  • Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με …   Dictionary of Greek

  • άνιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Δήλου και γιος του Αινεία και της Λαβίνιας,σύμφωνα με την παράδοση των Λατίνων μυθογράφων. Από τον γάμο του με τη Δωρίππη είχε αποκτήσει τρεις κόρες, τις λεγόμενες Οινοτρόπους, που προσέφεραν σε όσους ταξίδευαν… …   Dictionary of Greek

  • ακρότατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Β’ (4ος αι. π.Χ.). Κλήθηκε στη Σικελία για να αναλάβει την αρχηγία και να διοργανώσει τον αγώνα που έκαναν οι περισσότερες τότε πόλεις της Σικελίας εναντίον του… …   Dictionary of Greek

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • εκστρατεύσιμος — ἐκστρατεύσιμος, η, ον (Μ) αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να εκστρατεύσει …   Dictionary of Greek

  • εκστρατεύω — (AM ἐκστρατεύω) κάνω εκστρατεία, ξεκινώ με στρατό για πόλεμο νεοελλ. επιδιώκω μαζί με άλλους την επιτυχία ενός κοινωφελούς σκοπού, ξεσπαθώνω, κάνω σταυροφορία («εκστρατεύω κατά τών ναρκωτικών») αρχ. 1. (μτβ. με αιτ.) οδηγώ κάποιον σε εκστρατεία,… …   Dictionary of Greek

  • θώραξ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Λάρισας (6ος 5ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλος του Πινδάρου. Μαζί με τους εξόριστους Πεισιστρατίδες, είχε προτρέψει τον Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας. O ίδιος μάλιστα, όπως επίσης οι δύο αδελφοί του …   Dictionary of Greek

  • καβαλλάριος — Επώνυμο δύο στρατηγών του Βυζαντίου. 1. Αλέξιος (13ος αι.). Στρατηγός, ναύαρχος και δομέστικος της τράπεζας του αυτοκράτορα Μιχαήλ H’ Παλαιολόγου (1259 82). Σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον του δεσπότη των Νέων Πατρών, Ιωάννη Αγγέλου Δούκα. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”